Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὗς ἐπίτεξ

См. также в других словарях:

  • επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπίτεξ — at the birth fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτεκα — ἐπίτεξ at the birth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»